- σκιατραφίᾳ
- σκιᾱτραφίαι , σκιατραφίαa being brought up in the shadefem nom/voc plσκιᾱτραφίᾱͅ , σκιατραφίαa being brought up in the shadefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκιατραφία — και σκιατροφία και σκιοτροφία, ἡ, Α [σκιατραφής / σκιατροφῶ] 1. το να κάνει κανείς καθιστική ζωή 2. συνεκδ. μαλθακότητα 3. στον πληθ. αἱ σκιατραφίαι θηλυπρεπείς συνήθειες («τῆς μὲν πολιτικῆς ἐν ἀνέσει καὶ σκιατραφίᾳ γεγενημένης», Διόδ.) … Dictionary of Greek
σκιατραφίας — σκιᾱτραφίᾱς , σκιατραφία a being brought up in the shade fem acc pl σκιᾱτραφίᾱς , σκιατραφία a being brought up in the shade fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιατροφία — ἡ, Α βλ. σκιατραφία … Dictionary of Greek
σκιατραφίαν — σκιᾱτραφίᾱν , σκιατραφία a being brought up in the shade fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)